μαθηματοπωλικος

μαθηματοπωλικος
    μαθηματοπωλικός
    μᾰθημᾰτο-πωλικός
    3
    торгующий своими знаниями
    

(γένος, sc. σοφισταί Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μαθηματοπωλικος" в других словарях:

  • μαθηματοπωλικός — μαθηματοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται τις επιστήμες, αυτός που διδάσκει αντί χρημάτων («μαθηματοπωλικὸν γένος» οι σοφιστές, Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μαθηματοπωλική η αντί χρημάτων διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα, ατος + πωλικός… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματοπωλικόν — μαθηματοπωλικός making a trade of science masc acc sg μαθηματοπωλικός making a trade of science neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματοπωλικῆς — μαθηματοπωλικός making a trade of science fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»